Το κάθε συμβόλαιο, είτε αφορά στην περιουσία μας είτε στη
νοσοκομειακή μας περίθαλψη είτε στη συναταξιοδότησή μας, αποτελεί μια
σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου.
Είναι ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπάγεται σε ειδική νομοθεσία και είναι υποχρεωτικό να ακολουθεί ορισμένους κανόνες και προϋποθέσεις. Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα πλέγμα προστασίας των καταναλωτών, που ως
βάση έχει βέβαια την ευρωπαϊκή νομοθεσία και την υποχρεωτική μεταφορά οδηγιών και κανονισμών στο εθνικό μας δίκαιο. Παράλληλα, η υπεραιωνόβια ζωή της ασφαλιστικής αγοράς στην Ελλάδα και οι χιλιάδες υποθέσεις που έχουν φθάσει στα δικαστήρια, έχουν δημιουργήσει πλούσια νομολογία, σχεδόν για κάθε περίπτωση.
Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το κάθε ασφαλιστήριο, ως σύμβαση, είναι ένα νομικό έγγραφο και, συνεπώς, συνοδεύεται υποχρεωτικά από γενικούς και ειδικούς όρους και από ορισμούς που άπτονται της νομικής επιστήμης. Το γεγονός αυτό δεν εξασφαλίζει μόνο τη μία πλευρά, την ασφαλιστική εταιρεία που «πουλά» το προϊόν, αλλά και τον καταναλωτή που το αγοράζει, γιατί σε αυτούς τους ίδιους όρους θα στηριχθεί για την άσκηση των δικαιωμάτων του.
Τα θέματα που μπορεί να απασχολήσουν όποιον έχει αγοράσει ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα, μπορούν να χωρισθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες που αφορούν:
1. Ζητήματα που προέρχονται από την ενημέρωση που έλαβε ο υποψήφιος πελάτης πριν αγοράσει το προϊόν. Η ενημέρωση πρέπει να είναι όχι μόνο για το προϊόν και τις καλύψεις που προσφέρει, αλλά και για την ίδια την ασφαλιστική εταιρεία και το διαμεσολαβούν πρόσωπο, την ιδιότητά του, την επαγγελματική του υπόσταση, τη σχέση του με την εταιρεία, αν εκπροσωπεί μία ή περισσότερες εταιρείες, κ.λπ. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν, επίσης, όσα έχουν σχέση με θέματα παραπλανητικής διαφήμισης, ψεύτικων υποσχέσεων κ.λπ.
2. Ζητήματα που προέρχονται από τα αναφερόμενα στους γενικούς και ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, χωρίς να έχει συμβεί ζημιογόνο γεγονός. Για παράδειγμα, το κάθε ασφαλιστήριο, ανάλογα με τον κλάδο ασφάλισης και το συγκεκριμένο πρόγραμμα, παρέχει δικαιώματα στον ασφαλισμένο, όπως για παράδειγμα ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των ασφαλίστρων, η εξαγορά του συμβολαίου, η ολική ή μερική ακύρωση του συμβολαίου και η επιστροφή των ασφαλίστρων, το δικαίωμα της τροποποίησης του συμβολαίου κ.λπ.
3. Ζητήματα που προέρχονται από τη μη αποζημίωσή του (ή τη μη πλήρη αποζημίωσή του), μετά από ένα ζημιογόνο γεγονός. Είναι τα γνωστά σε όλους μας προβλήματα, όπως αν καλύπτεται μια ζημιά, το ύψος της αποζημίωσης, η καθυστέρηση της αποζημίωσης κ.λπ.
4. Ζητήματα που προέρχονται από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας ή από την με οποιονδήποτε τρόπο αναστολή της λειτουργίας της. Τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται πλέον με τη νέα νομοθεσία, ίσως όχι στο σύνολό τους, αλλά σε μεγάλο πλέον βαθμό. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής για τους κατόχους συμβολαίων ζωής, που ιδρύθηκε το 2010, σε συνδυασμό με το Επικουρικό Κεφάλαιο για την αστική ευθύνη του κλάδου ασφάλισης οχημάτων, αποτελούν ένα «δίχτυ» προστασίας των ασφαλισμένων ή των παθόντων από μελλοντικές ανακλήσεις αδειών.
Φυσικά, πέρα από τα προαναφερόμενα θέματα, για τα οποία ο πελάτης μιας ασφαλιστικής εταιρείας μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του, υπάρχουν και τα γενικότερα δικαιώματά του, ως καταναλωτής, για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα – οποιασδήποτε μορφής – προκύψει. Επειδή, όμως, το πότε θα δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα και θα θελήσουμε να ασκήσουμε κάποιο δικαίωμά μας είναι άγνωστο και συνήθως αιφνίδιο, είναι χρήσιμο και, πολλές φορές, σωτήριο να έχουν προηγηθεί τέσσερις απλές (προληπτικές) ενέργειες, όπως:
1. να κρατήσουμε αντίγραφο της υπογεγραμμένης αίτησης ασφάλισής μας και την απόδειξη της προκαταβολής, αν έχουμε δώσει, μέχρι να παραλάβουμε το ασφαλιστήριό μας. Επίσης, μετά την παραλαβή (και κυρίως για μακροχρόνια συμβόλαια, όπως είναι τα προγράμματα ζωής και υγείας), να μην πετάμε την αίτηση ασφάλισης, αλλά να την κρατάμε μαζί με το ασφαλιστήριο. Κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί να χρειασθεί.
2. τη στιγμή που παραλαμβάνουμε το ασφαλιστήριό μας να ελέγξουμε την ακρίβεια των προσωπικών μας στοιχείων που αναφέρονται στο ασφαλιστήριο. Λάθος στοιχεία στο ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο ή την επωνυμία της επιχείρησής μας, στη διεύθυνσή μας και σε άλλα προσωπικά στοιχεία, όπως ηλικία, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ., μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια δικαιωμάτων, ακόμα και για τυπικούς λόγους, όπως λόγω λάθους διευθύνσεων, κοινοποιήσεων κ.λπ. Αν βρούμε λάθος, πρέπει να ζητήσουμε την άμεση διόρθωσή του.
3. τη στιγμή που παραλαμβάνουμε το ασφαλιστήριό μας να ελέγξουμε τη σωστή μεταφορά στο ασφαλιστήριο των στοιχείων της αίτησης ασφάλισης και των όσων είχαμε συμφωνήσει, κατά την περίοδο πριν την ασφάλισή του. Πολλές φορές, προβλήματα δεν δημιουργούνται από την ορθή ερμηνεία των όρων ή όσων αναφέρονται σε «ψιλά γράμματα», αλλά όταν λείπουν ολόκληρες καλύψεις ή έχουν προστεθεί καλύψεις που δεν τις ζητήσαμε. Αν διαπιστώσουμε κάτι τέτοιο ή αν δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που διαβάζουμε, να ζητήσουμε αμέσως διευκρινίσεις ή τροποποιήσεις.
4. στη συνέχεια να μην υπογράψουμε ποτέ έγγραφα της ασφαλιστικής εταιρείας που σχετίζονται με το ασφαλιστήριό μας, χωρίς εμείς να έχουμε ζητήσει την τροποποίηση ή τη συμπλήρωση κάποιων όρων ή κάποιων καλύψεων. Έχει διαπιστωθεί στο παρελθόν, ότι κάποιες εταιρείες ή κάποια διαμεσολαβούντα πρόσωπα, με πρόσχημα τη βελτίωση ή την επικαιροποίηση κάποιων καλύψεων, προχωρούν σε τροποποιήσεις συμβολαίων που κρύβουν παγίδες για τους πελάτες. Συνεπώς, αν μας προταθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι δε θίγονται τα δικαιώματά μας από τη μεταβολή που μας προτείνουν. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, ο ασφαλισμένος, κατά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, έχει δύο νομοθετημένα δικαιώματα:
– το δικαίωμα της εναντίωσης (σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος διαπιστώσει στο ασφαλιστήριο παρεκκλίσεις από όσα είχε ζητήσει με την αίτηση ασφάλισης ή σε περίπτωση που δεν ενημερώθηκε για τους γενικούς και ειδικούς όρους που διέπουν την ασφάλιση) και
– το δικαίωμα της υπαναχώρησης (ειδικά στις ασφαλίσεις προσώπων και στις ασφαλίσεις κατά ζημιών διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους)
Και για τις δύο περιπτώσεις, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να ενημερώνει εκ των προτέρων τον ασφαλισμένο για τα δικαιώματά του, τις προθεσμίες που έχει, καθώς και να του παρέχει τα σχετικά έντυπα για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Αν όμως η ασφαλιστική επιχείρηση έχει τηρήσει αυτές τις υποχρεώσεις της και ο πελάτης δεν κάνει χρήση αυτών των δικαιωμάτων του, τότε δεσμεύεται από τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Τα δικαιώματά μας όμως, δεν περιορίζονται μόνο έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας αγοράσαμε ένα πρόγραμμα ασφάλισης. Δικαιώματα έχουμε και έναντι του διαμεσολαβούντος προσώπου που μας ενημέρωσε και μας πρότεινε την ασφάλιση, όποια ιδιότητα και αν είχε (μεσίτης ασφαλίσεων, ασφαλιστικός πράκτορας, ασφαλιστικός σύμβουλος, πιστοποιημένος τραπεζικός υπάλληλος, κ.λπ.). Όλοι οι διαμεσολαβούντες είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους και ο νόμος τούς υποχρεώνει να έχουν και ενεργό συμβόλαιο επαγγελματικής αστικής ευθύνης, ύψους τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ ανά απαίτηση και 1.500.000 ευρώ κατ’ έτος.
Ακόμα και αν δεν υπάρχει ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αλλά έχετε επιλέξει την απευθείας αγορά του προγράμματος από την ασφαλιστική εταιρεία (μέσω internet, call center ή από τον υπάλληλό της) τα δικαιώματά σας ισχύουν στο ακέραιο. Πρόσφατα, μάλιστα, ο Άρειος Πάγος (απόφαση 1856/2009) έκρινε ότι η ασφαλιστική εταιρεία φέρει ακέραια την ευθύνη ακόμα και για τις πράξεις ή παραλείψεις των ασφαλιστικών συμβούλων που εκ του νόμου δεν έχουν το δικαίωμα της εκπροσώπησης της ασφαλιστικής εταιρείας, υπογράφοντας για λογαριασμό της, αλλά μόνο προτείνουν και προπαρασκευάζουν τις ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της.
Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε νομική ή δικαστική ενέργεια, ο ασφαλισμένος που νιώθει ότι αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, θα πρέπει πρώτα να απευθυνθεί ο ίδιος – και όχι μέσω τρίτων – στην ασφαλιστική του εταιρεία και αν δεν βρίσκει άκρη και νιώθει ότι καταπατούνται τα δικαιώματά του, μπορεί να προσφύγει στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτικής αρχής της ασφαλιστικής αγοράς ή σε θεσμοθετημένες και νόμιμα λειτουργούσες καταναλωτικές οργανώσεις. Είναι βέβαιο ότι όλες οι πλευρές επιθυμούν την εξωδικαστική και «φιλική» διευθέτηση κάθε προβλήματος, γιατί οτιδήποτε άλλο λειτουργεί σε βάρος της ασφαλιστικής αγοράς στο σύνολό της.
Τέλος, είναι γεγονός ότι στη σημερινή ασφαλιστική αγορά, στο σύνολό της, έχουν μειωθεί σημαντικά τα προβλήματα και τα σημεία τριβής με τους ασφαλισμένους πελάτες τους. Δυστυχώς, όμως, λίγες κακές περιπτώσεις ή οι πρόσφατες ανακλήσεις αδειών λειτουργίας συσσώρευσαν και διόγκωσαν τα προβλήματα, αναζωπυρώνοντας και πάλι την κακή προς τα έξω εικόνα. Το σίγουρο όμως είναι ότι με τη λήξη της μεταβατικής αυτής περιόδου εξυγίανσης που διέρχεται η ασφαλιστική αγορά, θα δημιουργηθεί ένα νέο, υγιέστερο και καθαρότερο περιβάλλον, όπου ο καταναλωτής θα μπορεί να εμπιστευθεί απόλυτα την ασφαλιστική του εταιρεία και οι εταιρείες θα γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια «εξαπάτησης» του πελάτη.
Πηγή: www.insuranceworld.gr
Είναι ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο υπάγεται σε ειδική νομοθεσία και είναι υποχρεωτικό να ακολουθεί ορισμένους κανόνες και προϋποθέσεις. Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί ένα πλέγμα προστασίας των καταναλωτών, που ως
βάση έχει βέβαια την ευρωπαϊκή νομοθεσία και την υποχρεωτική μεταφορά οδηγιών και κανονισμών στο εθνικό μας δίκαιο. Παράλληλα, η υπεραιωνόβια ζωή της ασφαλιστικής αγοράς στην Ελλάδα και οι χιλιάδες υποθέσεις που έχουν φθάσει στα δικαστήρια, έχουν δημιουργήσει πλούσια νομολογία, σχεδόν για κάθε περίπτωση.
Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το κάθε ασφαλιστήριο, ως σύμβαση, είναι ένα νομικό έγγραφο και, συνεπώς, συνοδεύεται υποχρεωτικά από γενικούς και ειδικούς όρους και από ορισμούς που άπτονται της νομικής επιστήμης. Το γεγονός αυτό δεν εξασφαλίζει μόνο τη μία πλευρά, την ασφαλιστική εταιρεία που «πουλά» το προϊόν, αλλά και τον καταναλωτή που το αγοράζει, γιατί σε αυτούς τους ίδιους όρους θα στηριχθεί για την άσκηση των δικαιωμάτων του.
Τα θέματα που μπορεί να απασχολήσουν όποιον έχει αγοράσει ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα, μπορούν να χωρισθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες που αφορούν:
1. Ζητήματα που προέρχονται από την ενημέρωση που έλαβε ο υποψήφιος πελάτης πριν αγοράσει το προϊόν. Η ενημέρωση πρέπει να είναι όχι μόνο για το προϊόν και τις καλύψεις που προσφέρει, αλλά και για την ίδια την ασφαλιστική εταιρεία και το διαμεσολαβούν πρόσωπο, την ιδιότητά του, την επαγγελματική του υπόσταση, τη σχέση του με την εταιρεία, αν εκπροσωπεί μία ή περισσότερες εταιρείες, κ.λπ. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν, επίσης, όσα έχουν σχέση με θέματα παραπλανητικής διαφήμισης, ψεύτικων υποσχέσεων κ.λπ.
2. Ζητήματα που προέρχονται από τα αναφερόμενα στους γενικούς και ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, χωρίς να έχει συμβεί ζημιογόνο γεγονός. Για παράδειγμα, το κάθε ασφαλιστήριο, ανάλογα με τον κλάδο ασφάλισης και το συγκεκριμένο πρόγραμμα, παρέχει δικαιώματα στον ασφαλισμένο, όπως για παράδειγμα ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των ασφαλίστρων, η εξαγορά του συμβολαίου, η ολική ή μερική ακύρωση του συμβολαίου και η επιστροφή των ασφαλίστρων, το δικαίωμα της τροποποίησης του συμβολαίου κ.λπ.
3. Ζητήματα που προέρχονται από τη μη αποζημίωσή του (ή τη μη πλήρη αποζημίωσή του), μετά από ένα ζημιογόνο γεγονός. Είναι τα γνωστά σε όλους μας προβλήματα, όπως αν καλύπτεται μια ζημιά, το ύψος της αποζημίωσης, η καθυστέρηση της αποζημίωσης κ.λπ.
4. Ζητήματα που προέρχονται από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας ή από την με οποιονδήποτε τρόπο αναστολή της λειτουργίας της. Τα προβλήματα αυτά αντιμετωπίζονται πλέον με τη νέα νομοθεσία, ίσως όχι στο σύνολό τους, αλλά σε μεγάλο πλέον βαθμό. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής για τους κατόχους συμβολαίων ζωής, που ιδρύθηκε το 2010, σε συνδυασμό με το Επικουρικό Κεφάλαιο για την αστική ευθύνη του κλάδου ασφάλισης οχημάτων, αποτελούν ένα «δίχτυ» προστασίας των ασφαλισμένων ή των παθόντων από μελλοντικές ανακλήσεις αδειών.
Φυσικά, πέρα από τα προαναφερόμενα θέματα, για τα οποία ο πελάτης μιας ασφαλιστικής εταιρείας μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του, υπάρχουν και τα γενικότερα δικαιώματά του, ως καταναλωτής, για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα – οποιασδήποτε μορφής – προκύψει. Επειδή, όμως, το πότε θα δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα και θα θελήσουμε να ασκήσουμε κάποιο δικαίωμά μας είναι άγνωστο και συνήθως αιφνίδιο, είναι χρήσιμο και, πολλές φορές, σωτήριο να έχουν προηγηθεί τέσσερις απλές (προληπτικές) ενέργειες, όπως:
1. να κρατήσουμε αντίγραφο της υπογεγραμμένης αίτησης ασφάλισής μας και την απόδειξη της προκαταβολής, αν έχουμε δώσει, μέχρι να παραλάβουμε το ασφαλιστήριό μας. Επίσης, μετά την παραλαβή (και κυρίως για μακροχρόνια συμβόλαια, όπως είναι τα προγράμματα ζωής και υγείας), να μην πετάμε την αίτηση ασφάλισης, αλλά να την κρατάμε μαζί με το ασφαλιστήριο. Κάποια στιγμή στο μέλλον μπορεί να χρειασθεί.
2. τη στιγμή που παραλαμβάνουμε το ασφαλιστήριό μας να ελέγξουμε την ακρίβεια των προσωπικών μας στοιχείων που αναφέρονται στο ασφαλιστήριο. Λάθος στοιχεία στο ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο ή την επωνυμία της επιχείρησής μας, στη διεύθυνσή μας και σε άλλα προσωπικά στοιχεία, όπως ηλικία, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ., μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια δικαιωμάτων, ακόμα και για τυπικούς λόγους, όπως λόγω λάθους διευθύνσεων, κοινοποιήσεων κ.λπ. Αν βρούμε λάθος, πρέπει να ζητήσουμε την άμεση διόρθωσή του.
3. τη στιγμή που παραλαμβάνουμε το ασφαλιστήριό μας να ελέγξουμε τη σωστή μεταφορά στο ασφαλιστήριο των στοιχείων της αίτησης ασφάλισης και των όσων είχαμε συμφωνήσει, κατά την περίοδο πριν την ασφάλισή του. Πολλές φορές, προβλήματα δεν δημιουργούνται από την ορθή ερμηνεία των όρων ή όσων αναφέρονται σε «ψιλά γράμματα», αλλά όταν λείπουν ολόκληρες καλύψεις ή έχουν προστεθεί καλύψεις που δεν τις ζητήσαμε. Αν διαπιστώσουμε κάτι τέτοιο ή αν δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που διαβάζουμε, να ζητήσουμε αμέσως διευκρινίσεις ή τροποποιήσεις.
4. στη συνέχεια να μην υπογράψουμε ποτέ έγγραφα της ασφαλιστικής εταιρείας που σχετίζονται με το ασφαλιστήριό μας, χωρίς εμείς να έχουμε ζητήσει την τροποποίηση ή τη συμπλήρωση κάποιων όρων ή κάποιων καλύψεων. Έχει διαπιστωθεί στο παρελθόν, ότι κάποιες εταιρείες ή κάποια διαμεσολαβούντα πρόσωπα, με πρόσχημα τη βελτίωση ή την επικαιροποίηση κάποιων καλύψεων, προχωρούν σε τροποποιήσεις συμβολαίων που κρύβουν παγίδες για τους πελάτες. Συνεπώς, αν μας προταθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι δε θίγονται τα δικαιώματά μας από τη μεταβολή που μας προτείνουν. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, ο ασφαλισμένος, κατά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, έχει δύο νομοθετημένα δικαιώματα:
– το δικαίωμα της εναντίωσης (σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος διαπιστώσει στο ασφαλιστήριο παρεκκλίσεις από όσα είχε ζητήσει με την αίτηση ασφάλισης ή σε περίπτωση που δεν ενημερώθηκε για τους γενικούς και ειδικούς όρους που διέπουν την ασφάλιση) και
– το δικαίωμα της υπαναχώρησης (ειδικά στις ασφαλίσεις προσώπων και στις ασφαλίσεις κατά ζημιών διάρκειας μεγαλύτερης του ενός έτους)
Και για τις δύο περιπτώσεις, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να ενημερώνει εκ των προτέρων τον ασφαλισμένο για τα δικαιώματά του, τις προθεσμίες που έχει, καθώς και να του παρέχει τα σχετικά έντυπα για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Αν όμως η ασφαλιστική επιχείρηση έχει τηρήσει αυτές τις υποχρεώσεις της και ο πελάτης δεν κάνει χρήση αυτών των δικαιωμάτων του, τότε δεσμεύεται από τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
Τα δικαιώματά μας όμως, δεν περιορίζονται μόνο έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας της οποίας αγοράσαμε ένα πρόγραμμα ασφάλισης. Δικαιώματα έχουμε και έναντι του διαμεσολαβούντος προσώπου που μας ενημέρωσε και μας πρότεινε την ασφάλιση, όποια ιδιότητα και αν είχε (μεσίτης ασφαλίσεων, ασφαλιστικός πράκτορας, ασφαλιστικός σύμβουλος, πιστοποιημένος τραπεζικός υπάλληλος, κ.λπ.). Όλοι οι διαμεσολαβούντες είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους και ο νόμος τούς υποχρεώνει να έχουν και ενεργό συμβόλαιο επαγγελματικής αστικής ευθύνης, ύψους τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ ανά απαίτηση και 1.500.000 ευρώ κατ’ έτος.
Ακόμα και αν δεν υπάρχει ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αλλά έχετε επιλέξει την απευθείας αγορά του προγράμματος από την ασφαλιστική εταιρεία (μέσω internet, call center ή από τον υπάλληλό της) τα δικαιώματά σας ισχύουν στο ακέραιο. Πρόσφατα, μάλιστα, ο Άρειος Πάγος (απόφαση 1856/2009) έκρινε ότι η ασφαλιστική εταιρεία φέρει ακέραια την ευθύνη ακόμα και για τις πράξεις ή παραλείψεις των ασφαλιστικών συμβούλων που εκ του νόμου δεν έχουν το δικαίωμα της εκπροσώπησης της ασφαλιστικής εταιρείας, υπογράφοντας για λογαριασμό της, αλλά μόνο προτείνουν και προπαρασκευάζουν τις ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό της.
Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε νομική ή δικαστική ενέργεια, ο ασφαλισμένος που νιώθει ότι αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, θα πρέπει πρώτα να απευθυνθεί ο ίδιος – και όχι μέσω τρίτων – στην ασφαλιστική του εταιρεία και αν δεν βρίσκει άκρη και νιώθει ότι καταπατούνται τα δικαιώματά του, μπορεί να προσφύγει στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτικής αρχής της ασφαλιστικής αγοράς ή σε θεσμοθετημένες και νόμιμα λειτουργούσες καταναλωτικές οργανώσεις. Είναι βέβαιο ότι όλες οι πλευρές επιθυμούν την εξωδικαστική και «φιλική» διευθέτηση κάθε προβλήματος, γιατί οτιδήποτε άλλο λειτουργεί σε βάρος της ασφαλιστικής αγοράς στο σύνολό της.
Τέλος, είναι γεγονός ότι στη σημερινή ασφαλιστική αγορά, στο σύνολό της, έχουν μειωθεί σημαντικά τα προβλήματα και τα σημεία τριβής με τους ασφαλισμένους πελάτες τους. Δυστυχώς, όμως, λίγες κακές περιπτώσεις ή οι πρόσφατες ανακλήσεις αδειών λειτουργίας συσσώρευσαν και διόγκωσαν τα προβλήματα, αναζωπυρώνοντας και πάλι την κακή προς τα έξω εικόνα. Το σίγουρο όμως είναι ότι με τη λήξη της μεταβατικής αυτής περιόδου εξυγίανσης που διέρχεται η ασφαλιστική αγορά, θα δημιουργηθεί ένα νέο, υγιέστερο και καθαρότερο περιβάλλον, όπου ο καταναλωτής θα μπορεί να εμπιστευθεί απόλυτα την ασφαλιστική του εταιρεία και οι εταιρείες θα γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια «εξαπάτησης» του πελάτη.
Πηγή: www.insuranceworld.gr